προσανατίθημι

προσανατίθημι
προσανατίθεμαι
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσανατίθημι — Α 1. προσφέρω ή αφιερώνω κάτι επιπροσθέτως 2. αποδίδω σε κάποιον κάτι 3. μέσ. προσανατίθεμαι α) αναλαμβάνω πρόσθετο βάρος, επιφορτίζομαι επί πλέον β) συμπράττω με κάποιον σε κάτι, βοηθώ κάποιον γ) (με δοτ.) συσκέπτομαι με κάποιον ή συμβουλεύομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”